απολαβαίνω

απολαβαίνω
1. ωφελούμαι, κερδίζω: Τι απολαβαίνεις από τη δουλειά σου;
2. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι: Καθόταν κι απολάβαινε τη δροσιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απολαβαίνω — βλ. απολαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — και απολαβαίνω απολάμβανα, ευχαριστιέμαι, χαίρομαι κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”